χαλυβόχρωμος

χαλυβόχρωμος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει το χρώμα τού χάλυβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σταχτό-χρωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλυβόχρους — ουν, Ν χαλυβόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + χρους (< χρως* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ποικιλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”